ἀντίρρησις

ἀντίρρησις
ἀντί-ρρησις, εως, ,
A gainsaying, altercation,

ἀ. γίγνεταί τινι πρός τινα περί τινος Plb.2.7.7

; controversy, Gal.Phil.Hist.24 D.; refutation of, D.S.1.38, J.Ap.2.1, Hermog.Id.1.8, Gal.1.131; counter-statement, POxy.68.11 (ii A. D.); reply, Phld.Rh.1.384S., al., Sign.7, cf. 11.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀντίρρησις — gainsaying fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιρρήσει — ἀντίρρησις gainsaying fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀντιρρήσεϊ , ἀντίρρησις gainsaying fem dat sg (epic) ἀντίρρησις gainsaying fem dat sg (attic ionic) ἀντιρρέω flow aor subj act 3rd sg (epic) ἀντιρρέω flow fut ind mid 2nd sg ἀντιρρέω flow… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιρρήσεις — ἀντίρρησις gainsaying fem nom/voc pl (attic epic) ἀντίρρησις gainsaying fem nom/acc pl (attic) ἀντιρρέω flow aor subj act 2nd sg (epic) ἀντιρρέω flow fut ind act 2nd sg ἀ̱ντιρρήσεις , ἀντιρρέω flow futperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιρρήσεσι — ἀντίρρησις gainsaying fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιρρήσεσιν — ἀντίρρησις gainsaying fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίρρησιν — ἀντίρρησις gainsaying fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ФАВОРИН —     ФАВОРИН (Φαβωρΐνος) из Арелаты (совр. Арль, ок. 85 155 н. э.), греческий ритор, представитель т. н. «второй софистики», и писатель, близкий традиции академического скептицизма. Согласно Суде, жил во времена имп. Траяна, Адриана и Марка… …   Античная философия

  • Тайная история — Ἀνέκδοτα Historia Arcana, Тайная ист …   Википедия

  • αντίρρηση — η (AM ἀντίρρησις) [ρήσις] αντιλογία, έκφραση διαφορετικής γνώμης αρχ. απάντηση …   Dictionary of Greek

  • Ζαχαρίας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πατέρας του Ιωάννη του Πρόδρομου, ιερέας στον ναό της Ιερουσαλήμ, όταν ήταν βασιλιάς της Ιουδαίας ο Ηρώδης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, ενώ εφημέρευε στον ναό, είδε σε όραμα τον αρχάγγελο Γαβριήλ, ο… …   Dictionary of Greek

  • Μετοχίτης, Γεώργιος — (; – 1328). Θεολόγος και διπλωμάτης. Υπήρξε θερμός υποστηρικτής της ένωσης των εκκλησιών, ενώ στα συγγράμματά του εναντιώθηκε με κάθε τρόπο στους αντιπάλους της. Όταν ο πατριάρχης Ιωάννης Βέκκος καθαιρέθηκε (Ιανουάριος, 1283) ο Μ. εξορίστηκε στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”