ἀντίρρησις — gainsaying fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρρήσει — ἀντίρρησις gainsaying fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀντιρρήσεϊ , ἀντίρρησις gainsaying fem dat sg (epic) ἀντίρρησις gainsaying fem dat sg (attic ionic) ἀντιρρέω flow aor subj act 3rd sg (epic) ἀντιρρέω flow fut ind mid 2nd sg ἀντιρρέω flow… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρρήσεις — ἀντίρρησις gainsaying fem nom/voc pl (attic epic) ἀντίρρησις gainsaying fem nom/acc pl (attic) ἀντιρρέω flow aor subj act 2nd sg (epic) ἀντιρρέω flow fut ind act 2nd sg ἀ̱ντιρρήσεις , ἀντιρρέω flow futperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρρήσεσι — ἀντίρρησις gainsaying fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρρήσεσιν — ἀντίρρησις gainsaying fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίρρησιν — ἀντίρρησις gainsaying fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ФАВОРИН — ФАВОРИН (Φαβωρΐνος) из Арелаты (совр. Арль, ок. 85 155 н. э.), греческий ритор, представитель т. н. «второй софистики», и писатель, близкий традиции академического скептицизма. Согласно Суде, жил во времена имп. Траяна, Адриана и Марка… … Античная философия
Тайная история — Ἀνέκδοτα Historia Arcana, Тайная ист … Википедия
αντίρρηση — η (AM ἀντίρρησις) [ρήσις] αντιλογία, έκφραση διαφορετικής γνώμης αρχ. απάντηση … Dictionary of Greek
Ζαχαρίας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πατέρας του Ιωάννη του Πρόδρομου, ιερέας στον ναό της Ιερουσαλήμ, όταν ήταν βασιλιάς της Ιουδαίας ο Ηρώδης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, ενώ εφημέρευε στον ναό, είδε σε όραμα τον αρχάγγελο Γαβριήλ, ο… … Dictionary of Greek
Μετοχίτης, Γεώργιος — (; – 1328). Θεολόγος και διπλωμάτης. Υπήρξε θερμός υποστηρικτής της ένωσης των εκκλησιών, ενώ στα συγγράμματά του εναντιώθηκε με κάθε τρόπο στους αντιπάλους της. Όταν ο πατριάρχης Ιωάννης Βέκκος καθαιρέθηκε (Ιανουάριος, 1283) ο Μ. εξορίστηκε στο… … Dictionary of Greek